- διχόνοος
- δῐχό-νοος, ον, [var] contr. [suff] δῐχό-νους, ουν,A double-minded, Ph.2.269, cf. 663.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχόνους — διχόνοος double minded masc/fem nom pl διχόνοος double minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχονόως — διχόνοος double minded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek